Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Μία σύντομη ιστορική αναδρομή,για το Ρετζίκι.

Θα ξεκινήσω από τον 14ο αιώνα σε μια προσπάθεια,να μάθουν οι νέοι κάτοικοι του δήμου μας,την ιστορία του τόπου στον οποίο επέλεξαν να δημιουργήσουν τα σπιτικά τους.
Μία αναδρομή,ένα υλικό,που μάζεψα κουβέντα στην κουβέντα,λέξη στη λέξη,από άνθρωπο σε άνθρωπο.Ελπίζω να μην γίνω κουραστικός........

Ήταν το 1430, όταν κατακτήθηκε όλη η περιοχή της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους του Μουράτ του Β’ και ο τόπος αυτός γέμισε από κατατρεγμένους Χριστιανούς για να γλιτώσουν από τη μεγάλη σφαγή που ακολούθησε.
Όλο αυτόν τον χώρο τον ονόμασαν «Γιουρεντζίκ »από τη δασωμένη ρεματιά που κατέβαινε από τη βουνοπλαγιά, της σημερινής Αγίας Τριάδας, όπου υπάρχει η ομώνυμη εκκλησία της, που πιθανολογείται, ότι τότε κτίσθηκε ένα μικρό εικονοστάσι.
Ο ιστορικός Πέτρος Παπαγεωργίου, αναφερόμενος για την μεγάλη δεξαμενή νερού που είχαν κατασκευάσει στα χρόνια του Βυζαντινού κράτους, την λεγόμενη «Κιστέρνα»,όπου η σημερινή εκκλησία των 12 Αποστόλων στη Θεσσαλονίκη, που χρονολογείται, μεταξύ των ετών 1310-1314, το νερό της ερχόταν από τη ρεματιά του «Ουραντζίκ»με υπόγειους αγωγούς. Τους αγωγούς αυτούς οι Τούρκοι ονόμασαν Γενί Σού. Η ρεματιά της Αγίας Τριάδας είχε το τέρμα της στη μεγάλη ρεματιά της κοιλάδας που ξεκινούσε από τη σημερινή εξοχή, διέσχιζε τον ασβεστοχωρήτικο λάκο και κατέληγε στον… «δενδρολάκο», όπως ονομάζει ο ιστορικός Ευαγγελίδης τον σημερινό Δενδροπόταμο.
Η κοιλάδα αυτή ήταν κατάφυτη, όπως και οι τέσσερις ρεματιές που κατέληγαν σε αυτήν. Όλη η γύρω περιοχή ήταν κατάξερη.
Στα ανοίγματα της ρεματιάς που κατέβαινε από το Ασβεστοχώρι μέχρι τη σημερινή Πολύχνη, που οι Τούρκοι είχαν δώσει το όνομα Καρά-Ισίν, στην περίοδο του 11ου ως το 14ο αιώνα οι Βυζαντινοί είχαν κατασκευάσει επτά νερόμυλους στα ανοίγματά της, που τα ονόμαζαν «μυλοτόπια». Τα σημερινά ερείπια αυτών είναι σε τέτοιο χάλι που δεν σου δίνουν την εντύπωση ότι αυτά ήταν κάποτε νερόμυλοι. Για τη δομή αυτών, έχει γράψει ο ιστορικός Π.Θεοδωρίδης στο περιοδικό «δημότης» αρ.5 Σταυρούπολη 1993. Ο Κώστας Βακαλόπουλος αναφερόμενος στον17ο και 18ο αιώνα στα ΄Μακεδονικά» τομ.11ο γράφει, από μαρτυρίες του Γάλλου μοναχού Ρόντρίγκ, ότι στην κοιλάδα «Γιουρεντζίκ», κάποιοι μεγαλέμποροι και πρόξενοι της Θεσσαλονίκης είχαν τις επαύλεις τους, (σήμερα δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχειά) και ήταν κέντρο παραθερισμού της Ευρωπαϊκής παροικίας της Θεσσαλονίκης. Όλη η περιοχή, είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και είχε αναφερθεί στο βιβλίο του διάσημου για την εποχή αυτή, Ιταλού Γεωγράφου Αντριάνου Βάλβη, που είχε μεταφραστεί και στα ελληνικά και εκδόθηκε στη Βενετία από τον Λαρισινό Κωνσταντίνο Κούμα το 1839.
Ο Γεωγράφος Λέοναρντ Σούλτσε από την Ιένα, στηριζόμενος σε έγγραφες μαρτυρίες, αναφέρει ότι, οι πρόξενοι της Γαλλίας, της Βενετίας, της Νεάπολης, της Ραγκούζας της Ολλανδίας, της Δανίας και της Σουηδίας είχαν επαύλεις στο «Ουρεντζίκ» και είχαν δημιουργήσει ένα είδος ενιαίας Κοινότητας. Την εποχή εκείνη, υπήρχε στη Θεσσαλονίκη μια ανθούσα προξενική παροικία μεγαλύτερη σε έκταση από τη σημερινή, με ζωντάνια, με κοινωνική ζωή και κυρίως με αισθήματα και παραδόσεις. Οι περισσότεροι από τους προξένους, έπαιρναν για συζύγους Ελληνίδες από καλή κοινωνία και η επίδραση του Ελληνικού Πνεύματος ήταν καταφανής.
Ο Βακαλόπουλος αναφέρει την περίπτωση του προξένου της Αυστρίας και κάποιού Σασώ, που ο παππούς του ήρθε από τη Μασσαλία και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Και οι δυο είχαν συνάψει γάμους με Ελληνίδες, που στους τρόπους τους και στις κοινωνικές σχέσεις, έμειναν περισσότερο Ελληνίδες. Και γενικά, όλες, όσες παντρεύτηκαν τότε Ευρωπαίους, στις κοινωνικές συγκεντρώσεις, τραγουδούσαν Ελληνικά και Τούρκικα τραγούδια και σε πολλές περιπτώσεις, απήγγειλαν με συγκίνηση το «ως πότε παλλικάρια»του Ρήγα.
Εκείνος που άφησε ενδιαφέροντα τεκμήρια για τη ζωή της Ευρωπαϊκής παροικίας, ήταν ο πρόξενος της Γαλλίας Κουζινερί, με τις περιπέτειες του, κατά τις πολιτικές διακυμάνσεις του Ναπολέοντα και της παλινορθώσεως, που από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε στη Σμύρνη και μετά μετατέθηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη το 1814. Ο Κουζινερί περιγράφοντας τη ζωή των Ευρωπαίων στην περίοδο αυτή, τη χαρακτηρίζει «χρυσή εποχή» γιατί η ζωή στη νύφη του Θερμαϊκού δεν είχε ακόμα διαταραχτεί από τις πολιτικές και πολεμικές θύελλες που σάρωσαν την Ευρώπη στα μετέπειτα χρόνια.
Ο Κουζινερί αφηγείται (γράφει ο Βακαλόπουλος) ότι ένα μεγάλο μέρος των εμπορευομένων της Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη, είχε κατασκευάσει τις βίλες του στην κοιλάδα του «Ουρεντζίκ». Οι επαύλεις αυτές, περιβάλλονταν με κήπους με πολλά δέντρα και κυρίως με δρυς και πλατάνια που είχαν μεταφυτέψει από την Ιταλία. Η ζωή στην κοινότητα αυτή ήταν γραφική. Κάθε πρωί το καλοκαίρι οι Ευρωπαίοι έμποροι ξεκινούσαν σε ομάδες για να κατέβουν στην πόλη από όπου επέστρεφαν το βράδυ. Οι οικογένειες τους, τους περίμεναν στους κήπους όπου τους υποδέχονταν για να ακούσουν τα νέα της ημέρας. Κάθε βράδυ συγκεντρώνονταν στην έπαυλη ενός πρόξενου ή ενός έμπορου και χόρευαν. Καμιά φορά οργάνωναν μικρές εκδρομές στα περίχωρα με τις άμαξες τους. Οι διασκεδάσεις ένωναν ανθρώπους που τους χώριζαν εθνικά μίση και συμφέροντα. Αυτή ήταν η «Χρυσή εποχή των εμπόρων» της Δύσεως στη Θεσσαλονίκη κατά το τέλος του 18ου αιώνα.
Ο πιο παλιός κάτοικος στο «Ουρεντζίκ» φαίνεται να ήταν ο Τζεκ Άμποτ, ο οποίος είχε δημιουργήσει μια επιχείρηση στην υδρόβια περιοχή μεταξύ Χορτιάτη και ασβεστοχωρίου, με πολλούς εργάτες, που εκτρέφανε βδέλλες για ιατρικούς σκοπούς και από την εξαγωγή αυτών στην Ευρώπη, απόκτησε μεγάλη περιουσία.
Το 1825 αγόρασε μια μεγάλη έκταση περίπου 60 στρεμμάτων, στα πρανή του βουνού της Αγίας Τριάδας και σε αυτήν με 600 εργάτες, δημιούργησε ένα θαυμάσιο κτήμα που ονομάστηκε στη συνέχεια, Urendjik που σημαίνει «μικρός παράδεισος». Χρειάστηκαν 5 χρόνια για το χτίσιμο των απαραίτητων κατοικιών που σε αυτά φιλοξενούσε πολλές προσωπικότητες και μεταξύ αυτών το 1858 τον Σουλτάνο Αμπτούλ Μετζίτ με το γιο του Χαμίτ. Υπάρχει η φήμη ότι ο Αμποτ αγόρασε όλα τα χαλιά της Θεσσαλονίκης, τα οποία έστρωσε από το Ρεζί (Βαρδάρη) έως το κτήμα για να περάσει ο Σουλτάνος με τη συνοδεία του.
Η μεγάλη χλιδή κράτησε μέχρι το 1876 ημερομηνία που οι Αμποτ έχασαν τον Ερρίκο, πρόξενο της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη, που σφαγιάστηκε μαζί με το Γάλλο πρόξενο Μουλέν στη Θεσσαλονίκη, από τον όχλο μαινόμενων Τούρκων. Από τότε ο μικρός παράδεισος και η κοιλάδα του Ουρεντζίκ σιγά-σιγά έσβησαν και σαν θλιβερή μαρτυρία, έμεινε το κτήμα του Τζέκη Αμποτ, που από χέρια σε χέρια κατέληξε ιδιοκτησία των σχολείων των Γάλλων Φρέρ, που το αγόρασαν το 1902.
Για τη αγορά αυτήν, υπήρχαν αντιδράσεις από τους κατοίκους του ασβεστοχωρίου. Χαρακτηριστικό είναι, μία επιστολή που έστειλε ο δημιουργηθείς το 1904 «Όμιλος Ευελπίδων ασβεστοχωρίου» στον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αλέξανδρο, με σκοπό όπως έλεγε το ιδρυτικό του, να εμποδίσει τις ξένες προπαγάνδες και να προλάβει τον προσηλυτισμό «των απλοικότερων κατοίκων». Επισήμαινε τον κίνδυνο της αγοράς του «αγροκτήματος Τζέκη από τους Λαζαριστές» «και επειδή δε όντως ο Βουλγαρικός εχθρός ελλοχεύει άγρυπνoς πάντοτε και καραδοκών πάσα ευκαιρίαν, όπως υπεισέλθει είς το χωριόν μας, προς τον Βουλγαρικόν δε κίνδυνυνον, νέος κίνδυνος προστίθεται ημίν εκ της γειτνιάσεως και της ψευδογεωργικής, αλλά κυρίως προσηλυτιστικής σχολής των Φρέριδων, του τάγματος του Αγίου Παύλου, διά της αγοράς υπ’αυτών και της ιδρύσεως τοιαύτης σχολής εν’αυτώ, του ού μακράν του χωριού μας, αλλά πολύ εγγύς ευρισκομένου αυτού Ρούντζικίου της περιώνυμου ποτέ επαύλεως του ομογενούς Τζέκη!!»
Η επιστολή αυτή εστάλλη με ημερομηνία 26.6.1905.
Οι πρώτοι κάτοικοι στο κτήμα μετά την αγορά αυτού από τους Φρέρ, εικάζεται ότι ήταν κάποιες «αδελφές του Ελαίους» που έμεναν στη μονή Λαζαριστών που μέρος αυτής χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο μετά από την άφιξη των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, στην περίοδο του πρώτου Παγκόσμιου πολέμου. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι, οι αδελφές του Ελαίους, που πρωτοήλθαν στην Ελλάδα το 1855 πρόσφεραν πάρα πολλά στους κατατρεγμένους πρόσφυγες Έλληνες και ξένους από τη Σερβία και τη Βουλγαρία, με τη δημιουργία ορφανοτροφείων, Σχολείων και νοσοκομείων για παιδιά (Μωραιτόπουλος και Σχινάς) θύματα του πολέμου, στην περιοχή του Ζείτενλικ.
Το κτήμα του Τζέκη Αμποτ από το 1902 έως το 1968 οι Φρέρ το χρησιμοποιούσαν για καλοκαιρινές διακοπές και εκδρομές των μαθητών του Ελληνογαλλικου Κολεγίου ΔΕΛΑΣΑΛ που ήταν στην οδό Φράγκων.
Η περίοδος 1876 έως και το 1910 ήταν καταστρεπτική για το «ούρεντζικ» ή «Γιούρεντζικ». Ήταν η εποχή που έχασε την παραδεισένια και γήινη υπόσταση του. Όλα εξαφανίστηκαν στην περίοδο των πολέμων, γιατί έγινε πέρασμα και στέκι ληστών και Βουλγάρων Κομιτατζήδων. Και όχι μόνο αυτοί αλλά και η δημιουργία λατομείων και ασβεστοκαμίνων στην περίοδο της κατασκευής από το συμμαχικό στρατό, των δρόμων και των γεφυρών, για να κυκλοφορούν τα βαριά μηχανοκίνητα τους.
Το πρώτο λατομείο έγινε απέναντι από το Ψυχολογικό κέντρο, στον λόφο που έφερε την ονομασία «Λεμπέτ» που έφτανε, μέχρι το τσιφλίκι τότε, «Λεμπετάκι»σημερινή Νέα Ευκαρπία. Το όνομα «Λεμπέτ» είχε και η σημερινή Σταυρούπολη, όπως μαρτυρούν και οι ιστορικοί Μαραβελάκης και Βακαλόπουλος.
Το λατομείο αυτό, κατ’άλλους υπήρχε και στα προβυζαντινά χρόνια. Ο αγγλικός στρατός το χρησιμοποίησε στην περίοδο 1915-1918.
Το 1909 εμφανίστηκαν στο Ρετζίκι, οι πρώτοι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια των αιγοπροβάτων τους, προερχόμενοι από την περιοχή των Μεγάλων λιβαδιών του Πάικου, στην περίοδο του χειμώνα. Εδώ συναντούσαν έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Μπαζάκα που ήταν επιστάτης του κτήματος Άμποτ και καταγόταν από το σημερινό Μελισσοχώρι, ο οποίος ασχολούταν και με την κηπευτική. Αυτός νοίκιαζε το κατάλυμα και τον χώρο για το ξεχειμώνιασμα των κοπαδιών τους.
Το 1914 εμφανίστηκαν στο Ρεντζίκι και οι πρώτες τέσσερις οικογένειες προσφύγων, που έχτισαν τα μικρά σπίτια τους και δημιούργησαν λαχανόκηπους και κάποια κοτέτσια.
Το 1922 οι οικογένειες των κτηνοτρόφων, εγκαταστάθηκαν μόνιμα και την ίδια χρονιά κατοχύρωσαν δικαιώματα για τις εκτάσεις που είχαν δημιουργήσει τους τόπους βοσκής για τα κοπάδια τους.
Το ευεργέτημα αυτό, προέκυψε από την θέση σε ισχύ του ενοικιοστασίου. Οι οικογένειες αυτές ήταν, οι, του Φράγκου του Περόντζη, του Μούζα, των Τζιτζιμίκα, Σαραμάντου, Σίβα, Σαμαρίνα και Νταβέλη. Στις οικογένειες αυτές, οφείλεται και η παράδοση, που διατηρούν και σήμερα ακόμη δύο εναπομείναντες, κτηνοτροφικές μονάδες. Οι οικογένειες του Μούζα και του Κουφοτάκη.
Ο πληθυσμός του οικισμού αυξήθηκε σημαντικά και διαφοροποιήθηκε με την εγκατάσταση στο Ρεντζίκι προσφύγων, που έγινε το 1925.
Τους πρόσφυγες εγκατέστησε η υπηρεσία εποικισμού με τη φροντίδα, που τους δόθηκε η δυνατότητα, να ανεγείρουν σπίτια και να αποκτήσουν κλήρο. Στο σύνολό τους οι πρόσφυγες, κατάγονταν από περιοχές της Μικράς Ασίας. Πόντιοι και Θρακιώτες δεν εγκαταστάθηκαν εδώ.
Η ζωή στην περίοδο αυτή, πολύ δύσκολη. Κάποιοι κατάφεραν να δημιουργήσουν σε μικρούς χώρους καλλιέργειες κηπευτικών, μικρά αμπέλια, λίγο σιτάρι και οικογενειακά πτηνοτροφεία για τις ανάγκες τους.
Σχολείο δεν υπήρχε, μόνο στο Ασβεστοχώρι και τα παιδιά τους, καθημερινά, με τα πόδια ή με κάποιο υποζύγιο ανηφόριζαν προς αυτό. Στο Ασβεστοχώρι πήγαιναν για να εκκλησιασθούν και οι μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, μέχρι και το 1946. Στον χρόνο αυτό, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, με κάποιες δωρεές υλικών και προσωπική εργασία, αλλα και με υλικά κυρίως ξυλεία που είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί κατακτητές στο φρούριο που είχαν πιο πάνω από την Αγία Τριάδα, κατάφεραν να τελειώσουν την Εκκλησία τους που την αφιέρωσαν στην Προστάτιδα Μητέρα Του Χριστού Παναγία, στην Κοίμησή της.
Πρωτοστάτησαν, στη μεταφορά των υλικών από το φρούριο, στο κτίσιμό της, στον
ευπρεπισμό της και γενικά στα όποια έξοδά της αποπεράτωσης, οι Πέτρος Μόραλης, Δημήτριος Μπίρδας, Κωνστ/νος Φράγκος, Χαράλαμπος Γιαννακίδης, Δημήτριος Πασχαλίδης, Νικήτας Πισσάς, Μιλτιάδης Κουκουλίδης, Χαράλαμπος Τζάβαλος, Ιωάννης Ιωαννίδης, Αρίστος Γεωργιάδης και αρκετοί άλλοι.
Η αύξηση του πληθυσμού
άρχισε να γίνεται αισθητή, με την εγκατάσταση από το 1960, των απομάχων των πολέμων 1ου και 2ου με τη δημιουργία του οικισμού των Παλαιών και Νέων Πολεμιστών, που τη ρυμοτόμηση του και οριοθέτηση του, βοήθησαν το 3ο Σώμα Στρατού, όπως και από τη Μ.Ο.Μ.Α. η διάνοιξη των δρόμων του οικισμού.
Το Ρεντζίκι, μέχρι το 1946 άνηκε διοικητικά στην κοινότητα Ασβεστοχωρίου και κατόπιν συμφωνίας αυτού, με την κοινότητα Συκέων, περιήλθε διοικητικά στις Συκιές, παρά την αντίδραση του Ρεντζικώτικου Λαού.
Το 1956 μετά από βανδαλισμούς των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, κατά των Ελλήνων, με βασιλικό διάταγμα αποφασίστηκε δια νόμου η κατάργηση όλων των Τούρκικων τοπωνυμιών και το Ρεντζίκι μετονομάσθηκε σε συνοικισμό Πεύκων του Δήμου Συκέων.
Η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθυσμού, λόγω του ότι ήταν ο κοντινότερος προς τη Θεσσαλονίκη οικισμός, σε συνδυασμό με την καθαρή του ατμόσφαιρα και με την οπτική αίσθηση του περιαστικού δάσους που και αυτό από «Καρά Λόφος» και Σέιχ-Σου μετονομάστηκε «Κέδρινος Λόφος», είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν τα προβλήματα βίωσης των κατοίκων του, που δεν μπορούσε να δώσει λύση ο Δήμος Συκέων.
Τότε κατάλαβαν όλοι, ότι έπρεπε να δημιουργήσουν ένα φορέα που θα τους εκπροσωπεί ¨΄οπου δεί¨ για την επίλυση των δημιουργηθέντων προβλημάτων.
Τον φορέα αυτόν, ονόμασαν δια του καταστατικού του, ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΕΞΩΡΑΪΣΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΠΕΥΚΩΝ.
Από τη δημιουργία του το 1975 άρχισε ένας πόλεμος….εκφράσεως αιτημάτων, με συνεχείς παρουσίες στον ,αφέντη Δήμο Συκέων, που με πολλές δεκάδες φορές επαναλαμβανόμενα αιτήματα, κατάντησε…φαιδρός και γραφικός, με καταγγελίες υποσχέσεις και ψέματα, που κράτησε 12 χρόνια, έως τον Οκτώβριο του 1992 που αποκτήσαμε με πολλούς αγώνες ίδια Κοινότητα.